διαπράξει

διαπράξει
διάπραξις
accomplishment of ends
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
διαπράξεϊ , διάπραξις
accomplishment of ends
fem dat sg (epic)
διάπραξις
accomplishment of ends
fem dat sg (attic ionic)
διαπράσσω
pass over
aor subj act 3rd sg (epic)
διαπράσσω
pass over
fut ind mid 2nd sg
διαπράσσω
pass over
fut ind act 3rd sg
διαπράσσω
pass over
aor subj act 3rd sg (epic)
διαπρά̱ξει , διαπράσσω
pass over
aor subj act 3rd sg (epic)
διαπρά̱ξει , διαπράσσω
pass over
fut ind mid 2nd sg
διαπρά̱ξει , διαπράσσω
pass over
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άκαστος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της Ιωλκού που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας αυτής, ο πατέρας του Πελίας εξόντωσε την οικογένεια του Ιάσονα ο οποίος, όταν γύρισε, ζήτησε τη βοήθεια της… …   Dictionary of Greek

  • ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… …   Dictionary of Greek

  • ίτυς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Πρόκνης και του Τηρέα. Σκοτώθηκε από τη μητέρα του και την αδελφή του, οι οποίες εκδικήθηκαν με αυτό τον τρόπο τον Τηρέα για τα αδικήματα που είχε διαπράξει εναντίον τους. Ο Παυσανίας αναφέρει την ύπαρξη… …   Dictionary of Greek

  • αδελφομίκτης — και αδελφομείκτης, ο αυτός που εχει διαπράξει αδελφομιξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + μ(ε)ιγνύω, μ(ε)ίγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • αυτοκατήγορος — ο (Μ αὐτοκατήγορος) αυτός που κατηγορεί τον εαυτό του νεοελλ. άτομο που εκφράζει ιδέες ενοχής και μπορεί να κατηγορεί τον εαυτό του για εγκλήματα που δεν έχει διαπράξει …   Dictionary of Greek

  • ικέτης — ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, ιδος) αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία νεοελλ. αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί αρχ. αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον… …   Dictionary of Greek

  • κάρμα — (karma). Κεντρικό δόγμα της ινδικής θρησκείας και σκέψης. Στα σανσκριτικά κ. σημαίνει πράξη και κατά τη βεδική περίοδο είχε την έννοια της δύναμης της τελετουργικής πράξης και των αποτελεσμάτων της, που ήταν συνδεμένη με το βράχμαν, την παγκόσμια …   Dictionary of Greek

  • κακοφραδής — κακοφραδής, ές (Α) (ποιητ. λ.) 1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγο φραδής] …   Dictionary of Greek

  • κατάμοιχος — κατάμοιχος, ὁ (Α) αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το αδίκημα τής μοιχείας …   Dictionary of Greek

  • καταλογισμός — (Νομ.). Η κρίση ότι ένα γεγονός το οποίο ενέχει στοιχεία αξιόποινου αδικήματος μπορεί να αποδοθεί σε ένα πρόσωπο, από την ενέργεια ή την παράλειψη του οποίου προήλθε. Γενικά, κάθε άνθρωπος που έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”